- αποθησαύριση
- Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί χάρη στη συνεχώς μεγαλύτερη διακλάδωση και εξειδίκευση του πιστωτικού συστήματος που επιτρέπει τη συγκέντρωση της αποταμίευσης ακόμα και αν πρόκειται για μικρά ποσά και για τις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Από την άποψη της νομισματικής κυκλοφορίας, η α. θεωρείται γενικά αρνητικό φαινόμενο, επειδή μπορεί να προκαλέσει αντιπληθωριστικές επιπτώσεις. Εξάλλου, όταν το κοινό κρατά αχρησιμοποίητο ένα μεγάλο μέρος του χρήματος, μειώνονται οι δυνατότητες ελέγχου της νομισματικής κατάστασης από τις αρχές οι οποίες έχουν αναλάβει αυτό το έργο.
* * *η1. η συγκέντρωση, η συλλογή υλικών ή πνευματικών αγαθών2. (για λέξεις) η καταγραφή, η καταχώριση σε λεξικό αθησαύριστων λέξεων, η κατάρτιση λεξικού3. η απόσπαση χρήματος, συνήθως χρυσού, από την ενεργό κυκλοφορία και η συσσώρευσή του πέρα από τα πιστωτικά ιδρύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθησαυρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δημήτριο Βικέλα].
Dictionary of Greek. 2013.